Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


portoghése  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [portoˈgese], [portoˈgeze]

1 (persona) ο Πορτογάλος, η Πορτογαλίδα
2 (lingua) τα πορτογαλικά

portoghése  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [portoˈgese], [portoˈgeze]

1 Πορτογαλίδα
2 Πορτογαλέζα

portoghése  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [portoˈgese], [portoˈgeze]

πορτογαλικός (-ή, -ό)


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  portogallo portolano  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

portiere (ουσ αρσ )
portinaio (ουσ αρσ )
portineria (θηλ.ουσ)
porto (ουσ αρσ )
portogallo (ουσ αρσ )
portoghese (ουσ αρσ )
portoghese (θηλ.ουσ)
portoghese (επίθ.)
portolano (ουσ αρσ )
portombrelli (ουσ αρσ )
portone (ουσ αρσ )
portoricano (ουσ αρσ )
portoricano (επίθ.)
portorico (ουσ αρσ )
portuale (ουσ αρσ )
portuale (επίθ.)
portualità (θηλ.ουσ)
portuario (επίθ.)
portulaca (θηλ.ουσ)
portuoso (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---