Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόportière
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [porˈtjɛre] 1 (di edificio) ο πορτιέρης 2 (di albergo) ο θυρωρός 3 calcio ο τερματοφύλακας permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |