Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόportièra
ουσιαστικό θηλυκό Προσφορά I.P.A.: [porˈtjɛra] 1 auto η πόρτα 2 (portinaia) η πορτιέρισσα permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |