ItalianoGreco


portentóso  
αρσενικό επίθετο και ουσιαστικό

Προσφορά I.P.A.: [portenˈtoso], [portenˈtozo]

1 αξιοθαύμαστος
2 καταπληκτικός
3 περίφημος
4 θαυμαστός
5 αγαστός
6 θαυμάσιος


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---