Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


portentóso  
αρσενικό επίθετο και ουσιαστικό

Προσφορά I.P.A.: [portenˈtoso], [portenˈtozo]

1 αξιοθαύμαστος
2 καταπληκτικός
3 περίφημος
4 θαυμαστός
5 αγαστός
6 θαυμάσιος


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  portentosamente porticato  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

portellino (ουσ αρσ )
portello (ουσ αρσ )
portellone (ουσ αρσ )
portento (ουσ αρσ )
portentosamente (επίρ.)
portentoso (αρσ. επίθ και ουσ)
porticato (αρσ. επίθ και ουσ)
portico (ουσ αρσ )
portiera (θηλ.ουσ)
portierato (ουσ αρσ )
portiere (ουσ αρσ )
portinaio (ουσ αρσ )
portineria (θηλ.ουσ)
porto (ουσ αρσ )
portogallo (ουσ αρσ )
portoghese (ουσ αρσ )
portoghese (θηλ.ουσ)
portoghese (επίθ.)
portolano (ουσ αρσ )
portombrelli (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---