ItalianoGreco


pòrto  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [ˈpɔrto]

1 το λιμάνι
2 (nolo) ο ναύλος


permalink


Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


Capitaneria [θηλ.] di Porto = το Λιμεναρχείο || porto [αρσ.] d'armi = η άδεια οπλοφορίας



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---