Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


pòrto  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [ˈpɔrto]

1 το λιμάνι
2 (nolo) ο ναύλος


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  portineria portogallo  >>

Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


Capitaneria [θηλ.] di Porto = το Λιμεναρχείο || porto [αρσ.] d'armi = η άδεια οπλοφορίας


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

portiera (θηλ.ουσ)
portierato (ουσ αρσ )
portiere (ουσ αρσ )
portinaio (ουσ αρσ )
portineria (θηλ.ουσ)
porto (ουσ αρσ )
portogallo (ουσ αρσ )
portoghese (ουσ αρσ )
portoghese (θηλ.ουσ)
portoghese (επίθ.)
portolano (ουσ αρσ )
portombrelli (ουσ αρσ )
portone (ουσ αρσ )
portoricano (ουσ αρσ )
portoricano (επίθ.)
portorico (ουσ αρσ )
portuale (ουσ αρσ )
portuale (επίθ.)
portualità (θηλ.ουσ)
portuario (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---