Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


portoricàno  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [portoriˈkano]

Πορτορικάνος

portoricàno  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [portoriˈkano]

ο του Πουέρτο Ρίκο


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  portone portorico  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

portoghese (θηλ.ουσ)
portoghese (επίθ.)
portolano (ουσ αρσ )
portombrelli (ουσ αρσ )
portone (ουσ αρσ )
portoricano (ουσ αρσ )
portoricano (επίθ.)
portorico (ουσ αρσ )
portuale (ουσ αρσ )
portuale (επίθ.)
portualità (θηλ.ουσ)
portuario (επίθ.)
portulaca (θηλ.ουσ)
portuoso (επίθ.)
porzione (θηλ.ουσ)
posa (θηλ.ουσ)
posacenere (ουσ αρσ )
posaferro (ουσ αρσ )
posamine (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
posamolle (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---