Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


porzióne  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [porˈtsjone]

η μερίδα


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  portuoso posa  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

portuale (επίθ.)
portualità (θηλ.ουσ)
portuario (επίθ.)
portulaca (θηλ.ουσ)
portuoso (επίθ.)
porzione (θηλ.ουσ)
posa (θηλ.ουσ)
posacenere (ουσ αρσ )
posaferro (ουσ αρσ )
posamine (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
posamolle (ουσ αρσ )
posapiano (ουσ αρσ και θηλ.)
posare (ρ.αμτβ.)
posare (ρ. μτβ.)
posarsi (ρ. μ. αμτβ.)
posata (θηλ.ουσ)
posateria (θηλ.ουσ)
posatezza (θηλ.ουσ)
posato (επίθ.)
posatoio (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---