Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόpòsa
ουσιαστικό θηλυκό Προσφορά I.P.A.: [ˈpɔsa], [ˈpoza] (fotografia) η στάση permalink
Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματαmettersi in posa = ποζάρω Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |