Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


posapiàno  
ουσιαστικό αρσενικό και θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [,pɔsaˈpjano]

αργοκίνητος άνθρωπος


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  posamolle posare  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

posa (θηλ.ουσ)
posacenere (ουσ αρσ )
posaferro (ουσ αρσ )
posamine (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
posamolle (ουσ αρσ )
posapiano (ουσ αρσ και θηλ.)
posare (ρ.αμτβ.)
posare (ρ. μτβ.)
posarsi (ρ. μ. αμτβ.)
posata (θηλ.ουσ)
posateria (θηλ.ουσ)
posatezza (θηλ.ουσ)
posato (επίθ.)
posatoio (ουσ αρσ )
posatore (ουσ αρσ )
posatrice (θηλ.ουσ)
posatura (θηλ.ουσ)
poscritto (ουσ αρσ )
posdomani (επίρ.)
positiva (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---