Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


posatùra  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [posaˈtura]

1 πουρί
2 ντελβές
3 καταστάλαγμα
4 ίζημα
5 κατακάθι


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  posatrice poscritto  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

posatezza (θηλ.ουσ)
posato (επίθ.)
posatoio (ουσ αρσ )
posatore (ουσ αρσ )
posatrice (θηλ.ουσ)
posatura (θηλ.ουσ)
poscritto (ουσ αρσ )
posdomani (επίρ.)
positiva (θηλ.ουσ)
positivamente (επίρ.)
positivismo (ουσ αρσ )
positivista (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
positivistico (επίθ.)
positività (θηλ.ουσ)
positivo (ουσ αρσ )
positivo (επίθ.)
positrone (ουσ αρσ )
positura (θηλ.ουσ)
posizionale (επίθ.)
posizionare (ρ. μτβ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---