Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


posizionàle  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [pozittsjoˈnale]

1 περιέχων μικρή κίνηση
2 καθοριζόμενος από θέση


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  positura posizionare  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

positività (θηλ.ουσ)
positivo (ουσ αρσ )
positivo (επίθ.)
positrone (ουσ αρσ )
positura (θηλ.ουσ)
posizionale (επίθ.)
posizionare (ρ. μτβ.)
posizione (θηλ.ουσ)
posludio (ουσ αρσ )
posologia (θηλ.ουσ)
posporre (ρ. μτβ.)
pospositivo (επίθ.)
posposizione (θηλ.ουσ)
possa (θηλ.ουσ)
possedere (ρ. μτβ.)
possedimento (ουσ αρσ )
possente (επίθ.)
possessivamente (επίρ.)
possessivo (ουσ αρσ )
possessivo (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---