Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


poslùdio  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [posˈludjo], [pozˈludjo]

1 φάση κλεισίματος (πχ εποχής)
2 κλείσιμο μουσικό


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  posizione posologia  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

positrone (ουσ αρσ )
positura (θηλ.ουσ)
posizionale (επίθ.)
posizionare (ρ. μτβ.)
posizione (θηλ.ουσ)
posludio (ουσ αρσ )
posologia (θηλ.ουσ)
posporre (ρ. μτβ.)
pospositivo (επίθ.)
posposizione (θηλ.ουσ)
possa (θηλ.ουσ)
possedere (ρ. μτβ.)
possedimento (ουσ αρσ )
possente (επίθ.)
possessivamente (επίρ.)
possessivo (ουσ αρσ )
possessivo (επίθ.)
possesso (ουσ αρσ )
possessore (αρσ. επίθ και ουσ)
possessorio (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---