Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόposlùdio
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [posˈludjo], [pozˈludjo] 1 φάση κλεισίματος (πχ εποχής) 2 κλείσιμο μουσικό permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |