Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόpossa
ουσιαστικό θηλυκό Προσφορά I.P.A.: [ˈpɔssa] 1 δύναμη 2 σφρίγος 3 ισχύς 4 σθένος permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |