Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


possa  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [ˈpɔssa]

1 δύναμη
2 σφρίγος
3 ισχύς
4 σθένος


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  posposizione possedere  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

posludio (ουσ αρσ )
posologia (θηλ.ουσ)
posporre (ρ. μτβ.)
pospositivo (επίθ.)
posposizione (θηλ.ουσ)
possa (θηλ.ουσ)
possedere (ρ. μτβ.)
possedimento (ουσ αρσ )
possente (επίθ.)
possessivamente (επίρ.)
possessivo (ουσ αρσ )
possessivo (επίθ.)
possesso (ουσ αρσ )
possessore (αρσ. επίθ και ουσ)
possessorio (επίθ.)
possibile (ουσ αρσ )
possibile (επίθ.)
possibilismo (ουσ αρσ )
possibilista (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
possibilistico (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---