Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


possessóre  
αρσενικό επίθετο και ουσιαστικό

Προσφορά I.P.A.: [possesˈsore]

1 κρατών
2 κάτοχος
3 κύριος
4 ιδιοκτήτης


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  possesso possessorio  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

possente (επίθ.)
possessivamente (επίρ.)
possessivo (ουσ αρσ )
possessivo (επίθ.)
possesso (ουσ αρσ )
possessore (αρσ. επίθ και ουσ)
possessorio (επίθ.)
possibile (ουσ αρσ )
possibile (επίθ.)
possibilismo (ουσ αρσ )
possibilista (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
possibilistico (επίθ.)
possibilità (θηλ.ουσ)
possibilmente (επίρ.)
possidente (ουσ αρσ και θηλ.)
posta (θηλ.ουσ)
postagiro (ουσ αρσ )
postale (επίθ.)
postare (ρ. μτβ.)
postarsi (ρ.μ. (αντων.))

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---