Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόpossessóre
αρσενικό επίθετο και ουσιαστικό Προσφορά I.P.A.: [possesˈsore] 1 κρατών 2 κάτοχος 3 κύριος 4 ιδιοκτήτης permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |