Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόpostàle
επίθετο Προσφορά I.P.A.: [posˈtale] ταχυδρομικός (-ή, -ό) permalink
Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματαcasella [θηλ.] postale = η ταχυδρομική θυρίδα || codice [αρσ.] postale = ο ταχυδρομικός κώδικας || ufficio [αρσ.] postale = το ταχυδρομείο Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |