Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


posteggiàre  
ρήμα αμετάβατο

Προσφορά I.P.A.: [postedˈʤare]

1 βρίσκω θέση πάρκινγκ
2 σταθμεύω
3 παρκάρω

posteggiàre  
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [postedˈʤare]

σταθμεύω


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  postdatazione posteggiatore  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

postcombustore (ουσ αρσ )
postconciliare (επίθ.)
postdatare (ρ. μτβ.)
postdatato (επίθ.)
postdatazione (θηλ.ουσ)
posteggiare (ρ.αμτβ.)
posteggiare (ρ. μτβ.)
posteggiatore (ουσ αρσ )
posteggio (ουσ αρσ )
postelegrafico (ουσ αρσ )
postelegrafico (επίθ.)
postelegrafonico (ουσ αρσ )
postelegrafonico (επίθ.)
postelementare (επίθ.)
postergare (ρ. μτβ.)
posteriore (ουσ αρσ )
posteriore (επίθ.)
posteriorità (θηλ.ουσ)
posteriormente (επίρ.)
posterità (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---