Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


postelegràfico  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [,pɔsteleˈgrafiko]

υπάλληλος ταχυδρομικός και τηλεγραφικός

postelegràfico  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [,pɔsteleˈgrafiko]

ταχυδρομικός και τηλεγραφικός


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  posteggio postelegrafonico  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

postdatazione (θηλ.ουσ)
posteggiare (ρ.αμτβ.)
posteggiare (ρ. μτβ.)
posteggiatore (ουσ αρσ )
posteggio (ουσ αρσ )
postelegrafico (ουσ αρσ )
postelegrafico (επίθ.)
postelegrafonico (ουσ αρσ )
postelegrafonico (επίθ.)
postelementare (επίθ.)
postergare (ρ. μτβ.)
posteriore (ουσ αρσ )
posteriore (επίθ.)
posteriorità (θηλ.ουσ)
posteriormente (επίρ.)
posterità (θηλ.ουσ)
postero (αρσ. επίθ και ουσ)
postglaciale (επίθ.)
posticcio (ουσ αρσ )
posticcio (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---