Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


pòstero  
αρσενικό επίθετο και ουσιαστικό

Προσφορά I.P.A.: [ˈpɔstero]

(al plurale: ((posteri))) μεταγενέστεροι, επερχόμενοι, επίγονοι


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  posterità postglaciale  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

posteriore (ουσ αρσ )
posteriore (επίθ.)
posteriorità (θηλ.ουσ)
posteriormente (επίρ.)
posterità (θηλ.ουσ)
postero (αρσ. επίθ και ουσ)
postglaciale (επίθ.)
posticcio (ουσ αρσ )
posticcio (επίθ.)
posticino (ουσ αρσ )
posticipare (ρ. μτβ.)
posticipato (επίθ.)
posticipazione (θηλ.ουσ)
postierla (θηλ.ουσ)
postiglione (ουσ αρσ )
postilla (θηλ.ουσ)
postillare (ρ. μτβ.)
postillato (επίθ.)
postillatore (ουσ αρσ )
postillatura (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---