Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


postillatóre  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [postillaˈtore]

1 σχολιαστής
2 υπομνηματιστής


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  postillato postillatura  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

postierla (θηλ.ουσ)
postiglione (ουσ αρσ )
postilla (θηλ.ουσ)
postillare (ρ. μτβ.)
postillato (επίθ.)
postillatore (ουσ αρσ )
postillatura (θηλ.ουσ)
postime (ουσ αρσ )
postimpressionismo (ουσ αρσ )
postimpressionista (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
postino (ουσ αρσ )
postite (θηλ.ουσ)
postmilitare (επίθ.)
postmoderno (αρσ. επίθ και ουσ)
posto (ουσ αρσ )
posto (επίθ.)
postonico (επίθ.)
postoperatorio (επίθ.)
postprandiale (επίθ.)
postremo (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---