Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


postìno  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [posˈtino]

ο ταχυδρόμος, ο διανομέας


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  postimpressionista postite  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

postillatore (ουσ αρσ )
postillatura (θηλ.ουσ)
postime (ουσ αρσ )
postimpressionismo (ουσ αρσ )
postimpressionista (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
postino (ουσ αρσ )
postite (θηλ.ουσ)
postmilitare (επίθ.)
postmoderno (αρσ. επίθ και ουσ)
posto (ουσ αρσ )
posto (επίθ.)
postonico (επίθ.)
postoperatorio (επίθ.)
postprandiale (επίθ.)
postremo (επίθ.)
postribolare (επίθ.)
postribolo (ουσ αρσ )
postsincronizzazione (θηλ.ουσ)
postulante (ουσ αρσ και θηλ.)
postulare (ρ. μτβ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---