Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


postribolàre  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [postriboˈlare]

1 πρόστυχος
2 μπουρδελιάρικος
3 πορνικός
4 αισχρός
5 ασελγής
6 πόρνος
7 αχρείος


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  postremo postribolo  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

posto (επίθ.)
postonico (επίθ.)
postoperatorio (επίθ.)
postprandiale (επίθ.)
postremo (επίθ.)
postribolare (επίθ.)
postribolo (ουσ αρσ )
postsincronizzazione (θηλ.ουσ)
postulante (ουσ αρσ και θηλ.)
postulare (ρ. μτβ.)
postulato (ουσ αρσ )
postulatore (ουσ αρσ )
postumo (αρσ. επίθ και ουσ)
postvocalico (επίθ.)
potabile (επίθ.)
potabilità (θηλ.ουσ)
potabilizzare (ρ. μτβ.)
potage (ουσ αρσ )
potamologia (θηλ.ουσ)
potare (ρ. μτβ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---