Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


pòstumo  
αρσενικό επίθετο και ουσιαστικό

Προσφορά I.P.A.: [ˈpɔstumo]

1 γεννημένος μετά θάνατο πατέρα
2 μεταθανάτιος
3 δημοσιευμένος μετά θάνατο
4 (al plurale: ((postumi))) επιπτώσεις, επακόλουθα


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  postulatore postvocalico  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

postsincronizzazione (θηλ.ουσ)
postulante (ουσ αρσ και θηλ.)
postulare (ρ. μτβ.)
postulato (ουσ αρσ )
postulatore (ουσ αρσ )
postumo (αρσ. επίθ και ουσ)
postvocalico (επίθ.)
potabile (επίθ.)
potabilità (θηλ.ουσ)
potabilizzare (ρ. μτβ.)
potage (ουσ αρσ )
potamologia (θηλ.ουσ)
potare (ρ. μτβ.)
potassa (θηλ.ουσ)
potassico (επίθ.)
potassio (ουσ αρσ )
potatoio (ουσ αρσ )
potatore (ουσ αρσ )
potatura (θηλ.ουσ)
potentato (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---