Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


pòsto, pósto  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [ˈpɔsto], [ˈposto]

1 (luogo) το μέρος
2 (spazio libero) ο χώρος
3 (sedile) η θέση

pòsto, pósto  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [ˈpɔsto], [ˈposto]

1 βαλμένος
2 τοποθετημένος
3 ευρισκόμενος
4 δεδομένος
5 αμετακίνητος
6 αμετάλλακτος


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  postmoderno postonico  >>

Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


a posto = εν τάξει || non ha la testa a posto = δεν είναι με τα σωστά του || posto [αρσ.] di blocco = το μπλόκο στο δρόμο


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

postimpressionista (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
postino (ουσ αρσ )
postite (θηλ.ουσ)
postmilitare (επίθ.)
postmoderno (αρσ. επίθ και ουσ)
posto (ουσ αρσ )
posto (επίθ.)
postonico (επίθ.)
postoperatorio (επίθ.)
postprandiale (επίθ.)
postremo (επίθ.)
postribolare (επίθ.)
postribolo (ουσ αρσ )
postsincronizzazione (θηλ.ουσ)
postulante (ουσ αρσ και θηλ.)
postulare (ρ. μτβ.)
postulato (ουσ αρσ )
postulatore (ουσ αρσ )
postumo (αρσ. επίθ και ουσ)
postvocalico (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---