Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


postrèmo  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [posˈtrɛmo]

τελευταίος


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  postprandiale postribolare  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

posto (ουσ αρσ )
posto (επίθ.)
postonico (επίθ.)
postoperatorio (επίθ.)
postprandiale (επίθ.)
postremo (επίθ.)
postribolare (επίθ.)
postribolo (ουσ αρσ )
postsincronizzazione (θηλ.ουσ)
postulante (ουσ αρσ και θηλ.)
postulare (ρ. μτβ.)
postulato (ουσ αρσ )
postulatore (ουσ αρσ )
postumo (αρσ. επίθ και ουσ)
postvocalico (επίθ.)
potabile (επίθ.)
potabilità (θηλ.ουσ)
potabilizzare (ρ. μτβ.)
potage (ουσ αρσ )
potamologia (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---