Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόpostiglióne
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [postiʎˈʎone] καβαλάρης σε άλογο άμαξας (τότε που το ταχυδρομείο γινόταν με άλογα) permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |