Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


posticìno  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [postiˈʧino]

1 τουαλέτα
2 αφοδευτήριο
3 καμπινές
4 δωμάτιο λουτρού
5 μέρος (καμπινές)
6 αποχωρητήριο
7 λουτρό


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  posticcio posticipare  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

posterità (θηλ.ουσ)
postero (αρσ. επίθ και ουσ)
postglaciale (επίθ.)
posticcio (ουσ αρσ )
posticcio (επίθ.)
posticino (ουσ αρσ )
posticipare (ρ. μτβ.)
posticipato (επίθ.)
posticipazione (θηλ.ουσ)
postierla (θηλ.ουσ)
postiglione (ουσ αρσ )
postilla (θηλ.ουσ)
postillare (ρ. μτβ.)
postillato (επίθ.)
postillatore (ουσ αρσ )
postillatura (θηλ.ουσ)
postime (ουσ αρσ )
postimpressionismo (ουσ αρσ )
postimpressionista (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
postino (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---