Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


posticipàto  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [postiʧiˈpato]

1 αργοπορημένος
2 καθυστερημένος
3 αναβληθείς


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  posticipare posticipazione  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

postglaciale (επίθ.)
posticcio (ουσ αρσ )
posticcio (επίθ.)
posticino (ουσ αρσ )
posticipare (ρ. μτβ.)
posticipato (επίθ.)
posticipazione (θηλ.ουσ)
postierla (θηλ.ουσ)
postiglione (ουσ αρσ )
postilla (θηλ.ουσ)
postillare (ρ. μτβ.)
postillato (επίθ.)
postillatore (ουσ αρσ )
postillatura (θηλ.ουσ)
postime (ουσ αρσ )
postimpressionismo (ουσ αρσ )
postimpressionista (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
postino (ουσ αρσ )
postite (θηλ.ουσ)
postmilitare (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---