Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόposticipàto
επίθετο Προσφορά I.P.A.: [postiʧiˈpato] 1 αργοπορημένος 2 καθυστερημένος 3 αναβληθείς permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |