Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόpostìccio
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [posˈtitʧo] 1 περουκάκι 2 περουκίτσα 3 ποστίς 4 μπούκλα postìccio επίθετο Προσφορά I.P.A.: [posˈtitʧo] 1 φανταστικός 2 ψευδής 3 ψεύτικος 4 τεχνητός 5 εικονικός 6 πλαστός permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |