Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόposticipazióne
ουσιαστικό θηλυκό Προσφορά I.P.A.: [postiʧipatˈtsjone] 1 αναστολή 2 καθυστέρηση 3 αναβολή 4 μετάθεση για το μέλλον 5 ματαίωση permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |