Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


posticipazióne  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [postiʧipatˈtsjone]

1 αναστολή
2 καθυστέρηση
3 αναβολή
4 μετάθεση για το μέλλον
5 ματαίωση


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  posticipato postierla  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

posticcio (ουσ αρσ )
posticcio (επίθ.)
posticino (ουσ αρσ )
posticipare (ρ. μτβ.)
posticipato (επίθ.)
posticipazione (θηλ.ουσ)
postierla (θηλ.ουσ)
postiglione (ουσ αρσ )
postilla (θηλ.ουσ)
postillare (ρ. μτβ.)
postillato (επίθ.)
postillatore (ουσ αρσ )
postillatura (θηλ.ουσ)
postime (ουσ αρσ )
postimpressionismo (ουσ αρσ )
postimpressionista (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
postino (ουσ αρσ )
postite (θηλ.ουσ)
postmilitare (επίθ.)
postmoderno (αρσ. επίθ και ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---