Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόposterióre
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [posteˈrjore] 1 κωλομέρια 2 πρωκτός 3 κώλος 4 πισινός posterióre επίθετο Προσφορά I.P.A.: [posteˈrjore] οπίσθιος (-α, -ο) permalink
Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματαa posteriori = εκ των ιστέρων Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |