Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


postéggio  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [posˈtedʤo]

1 (piazzale)ο χώρος στάθμευσης
2 (posto singolo) η θέση


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  posteggiatore postelegrafico  >>

Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


posteggio [αρσ.] di taxi = η πιάτσα των ταξί


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

postdatato (επίθ.)
postdatazione (θηλ.ουσ)
posteggiare (ρ.αμτβ.)
posteggiare (ρ. μτβ.)
posteggiatore (ουσ αρσ )
posteggio (ουσ αρσ )
postelegrafico (ουσ αρσ )
postelegrafico (επίθ.)
postelegrafonico (ουσ αρσ )
postelegrafonico (επίθ.)
postelementare (επίθ.)
postergare (ρ. μτβ.)
posteriore (ουσ αρσ )
posteriore (επίθ.)
posteriorità (θηλ.ουσ)
posteriormente (επίρ.)
posterità (θηλ.ουσ)
postero (αρσ. επίθ και ουσ)
postglaciale (επίθ.)
posticcio (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---