Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόpossidènte
ουσιαστικό αρσενικό και θηλυκό Προσφορά I.P.A.: [possiˈdɛnte] 1 ευκατάστατος άνθρωπος 2 ιδιοκτήτης 3 κάτοχος permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |