Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


possessìvo  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [possesˈsivo]

γενική πτώση (γραμματική)

possessìvo  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [possesˈsivo]

κτητικός (-ή, -ό)


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  possessivamente possesso  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

possa (θηλ.ουσ)
possedere (ρ. μτβ.)
possedimento (ουσ αρσ )
possente (επίθ.)
possessivamente (επίρ.)
possessivo (ουσ αρσ )
possessivo (επίθ.)
possesso (ουσ αρσ )
possessore (αρσ. επίθ και ουσ)
possessorio (επίθ.)
possibile (ουσ αρσ )
possibile (επίθ.)
possibilismo (ουσ αρσ )
possibilista (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
possibilistico (επίθ.)
possibilità (θηλ.ουσ)
possibilmente (επίρ.)
possidente (ουσ αρσ και θηλ.)
posta (θηλ.ουσ)
postagiro (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---