Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


possènte  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [posˈsɛnte]

1 δραστικός
2 δυνατός
3 κρατερός
4 αποτελεσματικός
5 ισχυρός
6 κραταιός
7 σθεναρός


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  possedimento possessivamente  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

pospositivo (επίθ.)
posposizione (θηλ.ουσ)
possa (θηλ.ουσ)
possedere (ρ. μτβ.)
possedimento (ουσ αρσ )
possente (επίθ.)
possessivamente (επίρ.)
possessivo (ουσ αρσ )
possessivo (επίθ.)
possesso (ουσ αρσ )
possessore (αρσ. επίθ και ουσ)
possessorio (επίθ.)
possibile (ουσ αρσ )
possibile (επίθ.)
possibilismo (ουσ αρσ )
possibilista (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
possibilistico (επίθ.)
possibilità (θηλ.ουσ)
possibilmente (επίρ.)
possidente (ουσ αρσ και θηλ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---