Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόpossediménto
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [possediˈmento] 1 νομή 2 κυριότητα 3 αποικία 4 ακίνητη περιουσία 5 ιδιοκτησία 6 κατοχή 7 κτήση 8 κτήμα permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |