possediménto
ουσιαστικό αρσενικό
Προσφορά I.P.A.: [possediˈmento]
1 νομή
2 κυριότητα
3 αποικία
4 ακίνητη περιουσία
5 ιδιοκτησία
6 κατοχή
7 κτήση
8 κτήμα
ουσιαστικό αρσενικό
Προσφορά I.P.A.: [possediˈmento]
1 νομή
2 κυριότητα
3 αποικία
4 ακίνητη περιουσία
5 ιδιοκτησία
6 κατοχή
7 κτήση
8 κτήμα
permalink
possedimento (ουσ αρσ )
Οι Ιστοτοποι Μασ
- Dizionario italiano
- Grammatica italiana
- Verbi Italiani
- Dizionario latino
- Dizionario greco antico
- Dizionario francese
- Dizionario inglese
- Dizionario tedesco
- Dizionario spagnolo
- Dizionario greco moderno
- Dizionario piemontese
En français
In english
In Deutsch
En español
Em portugues
По русски
Στα ελληνικά
Ën piemontèis
Οι κινητές εφαρμογές μας
Android