Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


positìvo  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [poziˈtivo]

1 κάτι το σίγουρο
2 πραγματικότητα

positìvo  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [poziˈtivo]

θετικός (-ή, -ό)


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  positività positrone  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

positivamente (επίρ.)
positivismo (ουσ αρσ )
positivista (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
positivistico (επίθ.)
positività (θηλ.ουσ)
positivo (ουσ αρσ )
positivo (επίθ.)
positrone (ουσ αρσ )
positura (θηλ.ουσ)
posizionale (επίθ.)
posizionare (ρ. μτβ.)
posizione (θηλ.ουσ)
posludio (ουσ αρσ )
posologia (θηλ.ουσ)
posporre (ρ. μτβ.)
pospositivo (επίθ.)
posposizione (θηλ.ουσ)
possa (θηλ.ουσ)
possedere (ρ. μτβ.)
possedimento (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---