Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόposatrice
ουσιαστικό θηλυκό Προσφορά I.P.A.: [posaˈtriʧe] 1 γυναίκα που της αρέσει η επίδειξη 2 γυναίκα που ποζάρει permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |