Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


posàre  
ρήμα αμετάβατο

Προσφορά I.P.A.: [poˈsare]

1 αποστέκομαι
2 σταματώ
3 παριστάνω
4 καθιζάνω (για υγρά)
5 κείμαι
6 είμαι ξαπλωμένος
7 ακινητώ
8 κοντοστέκομαι
9 στηρίζομαι
10 στέκομαι
11 ακουμπώ
12 βασίζομαι
13 παίρνω πόζα
14 ποζάρω
15 εδράζομαι
16 εδραιώνομαι

posàre  
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [poˈsare]

ακουμπώ

posàrsi  
ρήμα μέσο αμετάβατο

Προσφορά I.P.A.: [poˈsarsi]

1 στέκομαι
2 κουρνιάζω
3 τονίζομαι (για λέξη)
4 προσγειώνομαι
5 ακουμπώ
6 κατακάθομαι


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  posapiano posata  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

posacenere (ουσ αρσ )
posaferro (ουσ αρσ )
posamine (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
posamolle (ουσ αρσ )
posapiano (ουσ αρσ και θηλ.)
posare (ρ.αμτβ.)
posare (ρ. μτβ.)
posarsi (ρ. μ. αμτβ.)
posata (θηλ.ουσ)
posateria (θηλ.ουσ)
posatezza (θηλ.ουσ)
posato (επίθ.)
posatoio (ουσ αρσ )
posatore (ουσ αρσ )
posatrice (θηλ.ουσ)
posatura (θηλ.ουσ)
poscritto (ουσ αρσ )
posdomani (επίρ.)
positiva (θηλ.ουσ)
positivamente (επίρ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---