Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


portinàio  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [portiˈnajo]

1 (di edificio) ο πορτιέρης, η πορτιέρισσα
2 (di albergo) o θυρωρός


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  portiere portineria  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

porticato (αρσ. επίθ και ουσ)
portico (ουσ αρσ )
portiera (θηλ.ουσ)
portierato (ουσ αρσ )
portiere (ουσ αρσ )
portinaio (ουσ αρσ )
portineria (θηλ.ουσ)
porto (ουσ αρσ )
portogallo (ουσ αρσ )
portoghese (ουσ αρσ )
portoghese (θηλ.ουσ)
portoghese (επίθ.)
portolano (ουσ αρσ )
portombrelli (ουσ αρσ )
portone (ουσ αρσ )
portoricano (ουσ αρσ )
portoricano (επίθ.)
portorico (ουσ αρσ )
portuale (ουσ αρσ )
portuale (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---