Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

papìstico (επίθ.) pàra (θηλ.ουσ)
pàppa (θηλ.ουσ) paràbasi (θηλ.ουσ)
pappafìco (ουσ αρσ ) paràbile (επίθ.)
pappagallescaménte (επίρ.) paràbola (θηλ.ουσ)
pappagallésco (επίθ.) parabòlico (επίθ.)
pappagallìsmo (ουσ αρσ ) parabolòide (ουσ αρσ )
pappagàllo (ουσ αρσ ) parabolòidico (επίθ.)
pappagòrgia (θηλ.ουσ) parabolóne (ουσ αρσ )
pappardèlla (θηλ.ουσ) parabórdo (ουσ αρσ )
pappàre (ρ. μτβ.) parabràce (ουσ αρσ )
pappàta (θηλ.ουσ) parabrézza (θηλ.ουσ)
pappatàci (ουσ αρσ ) paracadutàre (ρ. μτβ.)
pappatóre (ουσ αρσ ) paracadùte (ουσ αρσ )
pappatòria (θηλ.ουσ) paracadutìsmo (ουσ αρσ )
pappìna (θηλ.ουσ) paracadutìsta (ουσ αρσ και θηλ.)
pàppo (ουσ αρσ ) paracàlli (ουσ αρσ )
pappolàta (θηλ.ουσ) paracàrro (ουσ αρσ )
pappolóne (ουσ αρσ ) paracénere (ουσ αρσ )
pappóne (ουσ αρσ ) paracèntesi, paracentèsi (θηλ.ουσ)
pappóso (επίθ.) paracinesìa (θηλ.ουσ)
pàprica (θηλ.ουσ) paracistìte (θηλ.ουσ)
papuàno, papuàno (αρσ. επίθ και ουσ) paraclèto (ουσ αρσ )
Papuàsia (κύρ.όν. θηλ.) paraclèto (επίθ.)
pàpula (θηλ.ουσ) paraclìto (αρσ. επίθ και ουσ)
parà (ουσ αρσ ) paracólpi (ουσ αρσ )

Pagina precedentePagina successiva

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από: