Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

molleménte (επίρ.) moltiplicazióne (θηλ.ουσ)
mollétta (θηλ.ουσ) moltìssimo (επίθ.)
mollettièra (θηλ.ουσ) moltitùdine (θηλ.ουσ)
mollettóne (ουσ αρσ ) mólto (αρσ. επίθ και ουσ)
mollézza (θηλ.ουσ) mólto (αντων.)
mollìca, mòllica (θηλ.ουσ) mólto (επίρ.)
mollìccio (ουσ αρσ ) mòlva (θηλ.ουσ)
mollìccio (επίθ.) momentaneaménte (επίρ.)
mollificàre (ρ. μτβ.) momentàneo (επίθ.)
mollùsco (ουσ αρσ ) moménto (ουσ αρσ )
mòlo, mólo (ουσ αρσ ) mònaca (θηλ.ουσ)
mòloc (ουσ αρσ ) monacàle (επίθ.)
molòsso (ουσ αρσ ) monacàndo (ουσ αρσ )
mòlotov (θηλ.ουσ) monacàrsi (ρ. μ. αμτβ.)
moltéplice (επίθ.) monacàto (ουσ αρσ )
molteplicità (θηλ.ουσ) monacazióne (θηλ.ουσ)
moltìplica (θηλ.ουσ) monachèlla (θηλ.ουσ)
moltiplicàbile (επίθ.) monachésimo (ουσ αρσ )
moltiplicàndo (ουσ αρσ ) monachétto (ουσ αρσ )
moltiplicàre (ρ. μτβ.) monachìna (θηλ.ουσ)
moltiplicarsi (ρ.μ. (αντων.)) monachìno (ουσ αρσ )
moltiplicatìvo (επίθ.) monachìsmo (ουσ αρσ )
moltiplicàto (επίθ.) mònaco (ουσ αρσ )
moltiplicatóre (ουσ αρσ ) mònaco (θηλ.ουσ)
moltiplicatóre (επίθ.) monacòrdo (ουσ αρσ )

Pagina precedentePagina successiva

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από: