Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

ingórdo (επίθ.) ingrassatóre (ουσ αρσ )
ingorgàre (ρ. μτβ.) ingrassatóre (επίθ.)
ingorgarsi (ρ.μ. (αντων.)) ingrassatùra (θηλ.ουσ)
ingórgo (ουσ αρσ ) ingràsso (ουσ αρσ )
ingovernàbile (επίθ.) ingraticciàre (ρ. μτβ.)
ingozzàre (ρ. μτβ.) ingraticciàta (θηλ.ουσ)
ingracilìre (ρ. μτβ. και αμετβ.) ingraticolàre (ρ. μτβ.)
ingracilirsi (ρ.μ. (αντων.)) ingratitùdine (θηλ.ουσ)
ingranàggio (ουσ αρσ ) ingràto (ουσ αρσ )
ingranaménto (ουσ αρσ ) ingràto (επίθ.)
ingranàre (ρ.αμτβ.) ingravidàre (ρ.αμτβ.)
ingranàre (ρ. μτβ.) ingravidàre (ρ. μτβ.)
ingranchìre (ρ. μτβ. και αμετβ.) ingravidarsi (ρ.μ. (αντων.))
ingranchìrsi (ρ. μ. αμτβ.) ingraziàrsi (ρ. μ. μτβ.)
ingrandiménto (ουσ αρσ ) ingrediènte (ουσ αρσ )
ingrandìre (ρ.αμτβ.) ingressìvo (αρσ. επίθ και ουσ)
ingrandìre (ρ. μτβ.) ingrèsso (ουσ αρσ )
ingrandirsi (ρ.μ. (αντων.)) ingrinzìre (ρ. μτβ. και αμετβ.)
ingranditóre (ουσ αρσ ) ingrinzirsi (ρ.μ. (αντων.))
ingranditóre (επίθ.) ingrognare (ρ.αμτβ.)
ingrassàggio (ουσ αρσ ) ingrognato (επίθ.)
ingrassaménto (ουσ αρσ ) ingrommàre (ρ. μτβ. και αμετβ.)
ingrassàre (ρ.αμτβ.) ingrommarsi (ρ.μ. (αντων.))
ingrassàre (ρ. μτβ.) ingroppare (ρ. μτβ.)
ingrassarsi (ρ.μ. (αντων.)) ingrossaménto (ουσ αρσ )

Pagina precedentePagina successiva

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από: