Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

inattuàbile (επίθ.) incagliàto (επίθ.)
inattuabilità (θηλ.ουσ) incàglio (ουσ αρσ )
inattuàle (επίθ.) incàico (επίθ.)
inattualità (θηλ.ουσ) incalcinàre (ρ. μτβ.)
inaudìto (επίθ.) incalcinatùra (θηλ.ουσ)
inauguràle (επίθ.) incalcolàbile (επίθ.)
inauguràre (ρ. μτβ.) incalliménto (ουσ αρσ )
inauguratóre (αρσ. επίθ και ουσ) incallìre (ρ.αμτβ.)
inaugurazióne (θηλ.ουσ) incallìre (ρ. μτβ.)
inauspicàto (επίθ.) incallirsi (ρ.μ. (αντων.))
inavvedutaménte (επίρ.) incallìto (επίθ.)
inavvedutézza (θηλ.ουσ) incaloriménto (ουσ αρσ )
inavvedùto (επίθ.) incalorìre (ρ. μτβ.)
inavvertènza (θηλ.ουσ) incalorirsi (ρ.μ. (αντων.))
inavvertitaménte (επίρ.) incalzànte (επίθ.)
inavvertìto (επίθ.) incalzàre (ρ. μτβ. και αμετβ.)
inavvicinàbile (επίθ.) incalzarsi (ρ.μ. (αντων.))
inazióne (θηλ.ουσ) incameràbile (επίθ.)
inazzurràre (ρ. μτβ.) incameraménto (ουσ αρσ )
inazzurrarsi (ρ.μ. (αντων.)) incameràre (ρ. μτβ.)
incadaverìre (ρ. μτβ. και αμετβ.) incamiciàre (ρ. μτβ.)
incagliaménto (ουσ αρσ ) incamiciatùra (θηλ.ουσ)
incagliàre (ρ.αμτβ.) incamminàre (ρ. μτβ.)
incagliàre (ρ. μτβ.) incamminàrsi (ρ. μ. αμτβ.)
incagliàrsi (ρ. μ. αμτβ.) incanaglìre (ρ. μτβ. και αμετβ.)

Pagina precedentePagina successiva

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από: