Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

emoscopia (θηλ.ουσ) empirsi (ρ.μ. (αντων.))
emoscopico (επίθ.) empìreo (αρσ. επίθ και ουσ)
emòstasi, emostàsi (θηλ.ουσ) empìrico (ουσ αρσ )
emostàtico (επίθ.) empìrico (επίθ.)
emotèca (θηλ.ουσ) empirìsmo (ουσ αρσ )
emotività (θηλ.ουσ) empirìsta (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
emotìvo (ουσ αρσ ) empirìstico (επίθ.)
emotìvo (επίθ.) empìto (επίθ.)
emottìsi (θηλ.ουσ) empòrio (ουσ αρσ )
emottòico (αρσ. επίθ και ουσ) emù (ουσ αρσ )
emozionàbile (επίθ.) emulàre (ρ. μτβ.)
emozionàle (επίθ.) emulatìvo (επίθ.)
emozionànte (επίθ.) emulatóre (αρσ. επίθ και ουσ)
emozionàre (ρ. μτβ.) emulazióne (θηλ.ουσ)
emozionarsi (ρ.μ. (αντων.)) èmulo (ουσ αρσ )
emozionàto (επίθ.) èmulo (επίθ.)
emozióne (θηλ.ουσ) emulsionàbile (επίθ.)
empiaménte (επίρ.) emulsionànte (επίθ.)
empiàstro (ουσ αρσ ) emulsionàre (ρ. μτβ.)
empièma (ουσ αρσ ) emulsionatóre (ουσ αρσ )
émpiere (ρ. μτβ.) emulsióne (θηλ.ουσ)
empietà (θηλ.ουσ) emulsìvo (επίθ.)
empiménto (ουσ αρσ ) emuntòrio (ουσ αρσ )
émpio (επίθ.) enàllage (θηλ.ουσ)
empìre (ρ. μτβ.) enantèma, enàntema (ουσ αρσ )

Pagina precedentePagina successiva

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από: