Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


empòrio  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [emˈpɔrjo]

1 πολυκατάστημα
2 εμπορικό κέντρο
3 παντοπωλείο
4 αγορά


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  empito emù  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

empirico (επίθ.)
empirismo (ουσ αρσ )
empirista (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
empiristico (επίθ.)
empito (επίθ.)
emporio (ουσ αρσ )
emù (ουσ αρσ )
emulare (ρ. μτβ.)
emulativo (επίθ.)
emulatore (αρσ. επίθ και ουσ)
emulazione (θηλ.ουσ)
emulo (ουσ αρσ )
emulo (επίθ.)
emulsionabile (επίθ.)
emulsionante (επίθ.)
emulsionare (ρ. μτβ.)
emulsionatore (ουσ αρσ )
emulsione (θηλ.ουσ)
emulsivo (επίθ.)
emuntorio (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---