Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόempòrio
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [emˈpɔrjo] 1 πολυκατάστημα 2 εμπορικό κέντρο 3 παντοπωλείο 4 αγορά permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |