Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


emulsionàre  
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [emulsjoˈnare]

γαλακτώνω


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  emulsionante emulsionatore  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

emulazione (θηλ.ουσ)
emulo (ουσ αρσ )
emulo (επίθ.)
emulsionabile (επίθ.)
emulsionante (επίθ.)
emulsionare (ρ. μτβ.)
emulsionatore (ουσ αρσ )
emulsione (θηλ.ουσ)
emulsivo (επίθ.)
emuntorio (ουσ αρσ )
enallage (θηλ.ουσ)
enantema (ουσ αρσ )
enantiomero (ουσ αρσ )
enantiomorfismo (ουσ αρσ )
enarmonia (θηλ.ουσ)
enarmonico (επίθ.)
enartrosi (θηλ.ουσ)
encarpo (ουσ αρσ )
encaustica (θηλ.ουσ)
encaustico (αρσ. επίθ και ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---