Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


emuntòrio  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [emunˈtɔrjo]

όργανο του σώματος που παράγει ουσίες προς εξαγωγή (νεφρά ή πνεύμονες κλπ)


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  emulsivo enallage  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

emulsionante (επίθ.)
emulsionare (ρ. μτβ.)
emulsionatore (ουσ αρσ )
emulsione (θηλ.ουσ)
emulsivo (επίθ.)
emuntorio (ουσ αρσ )
enallage (θηλ.ουσ)
enantema (ουσ αρσ )
enantiomero (ουσ αρσ )
enantiomorfismo (ουσ αρσ )
enarmonia (θηλ.ουσ)
enarmonico (επίθ.)
enartrosi (θηλ.ουσ)
encarpo (ουσ αρσ )
encaustica (θηλ.ουσ)
encaustico (αρσ. επίθ και ουσ)
encausto (ουσ αρσ )
encefalico (επίθ.)
encefalite (θηλ.ουσ)
encefalitico (αρσ. επίθ και ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---