Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόemuntòrio
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [emunˈtɔrjo] όργανο του σώματος που παράγει ουσίες προς εξαγωγή (νεφρά ή πνεύμονες κλπ) permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |