Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


encefalìte  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [enʧefaˈlite]

εγκεφαλίτιδα


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  encefalico encefalitico  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

encarpo (ουσ αρσ )
encaustica (θηλ.ουσ)
encaustico (αρσ. επίθ και ουσ)
encausto (ουσ αρσ )
encefalico (επίθ.)
encefalite (θηλ.ουσ)
encefalitico (αρσ. επίθ και ουσ)
encefalo (ουσ αρσ )
encefalografia (θηλ.ουσ)
encefaloide (επίθ.)
enciclica (θηλ.ουσ)
enciclico (επίθ.)
enciclopedia (θηλ.ουσ)
enciclopedico (αρσ. επίθ και ουσ)
enciclopedismo (ουσ αρσ )
enciclopedista (ουσ αρσ και θηλ.)
enclave (θηλ.ουσ)
enclisi (θηλ.ουσ)
enclitica (θηλ.ουσ)
enclitico (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---