Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


enclave  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [enˈklav]

1 εγκλωβισμένο έδαφος σε ξένη περιοχή
2 εγκλωβισμένη ομάδα ανθρώπων


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  enciclopedista enclisi  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

enciclico (επίθ.)
enciclopedia (θηλ.ουσ)
enciclopedico (αρσ. επίθ και ουσ)
enciclopedismo (ουσ αρσ )
enciclopedista (ουσ αρσ και θηλ.)
enclave (θηλ.ουσ)
enclisi (θηλ.ουσ)
enclitica (θηλ.ουσ)
enclitico (επίθ.)
encomiabile (επίθ.)
encomiare (ρ. μτβ.)
encomiastico (επίθ.)
encomiatore (αρσ. επίθ και ουσ)
encomio (ουσ αρσ )
endecagono (ουσ αρσ )
endecasillabo (ουσ αρσ )
endecasillabo (επίθ.)
endemia (θηλ.ουσ)
endemicità (θηλ.ουσ)
endemico (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---