Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόendemicità
ουσιαστικό θηλυκό Προσφορά I.P.A.: [endemiʧiˈta] 1 ενδημισμός 2 ενδημικότητα permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |